- παρακρούω
- ΝΜΑπάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νουνεοελλ.μέσ. παρακρούομαιναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνωαρχ.1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ2. χτυπώ και διώχνω κάτι μακριά μου, απωθώ3. αποφεύγω4. (για παλαιστή) ανατρέπω τον αντίπαλο με υποσκελισμό, με τρικλοποδιά5. (για έμπορο) εξαπατώ στην πώληση σιταριού αφαιρώντας ποσότητα από την κορυφή τού μέτρου6. (σχετικά με άλογο) χτυπώ στα πλάγια7. (μέσ. και παθ.) παρακρούομαια) εξαπατώ με παραλογισμούςβ) υψώνομαι («ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται», Λουκ.)γ) μτφ. θραύομαι, σπάω («φυλάττου μὴ πεσὼν σαὐτὸν παρακρούση», Φρύν.)8. φρ. «παρακεκροῡσθαι τῶν φρενῶν ἤ τοῡ νοῡ» — παραφρονώ, τρελαίνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.